Τι μας ελκύει στις άγριες, ωμές ιστορίες ζωών και πράξεων που εμείς οι ίδιοι δεν θα κάναμε ποτέ; Γιατί οι αφηγήσεις βίων παρανόμων και εγκληματιών φτάνουν να αποθανατίζονται με έναν τρόπου που -χωρίς καμία πρόθεση για λογοπαίγνιο- μας κλέβει την ανάσα;
Γιατί κάποιοι είναι ικανοί στο να βρίσκουν και να παρουσιάζουν ιστορίες με τέτοιο τρόπο που τις κάνουν να φαντάζουν σαν να μπορούσαμε να ήμασταν μέρος του. Για παράδειγμα οι Ληστές, το graphic novel των Γιώργο Γούση και Γίαννη Ράγκου έχει μια μενεξεδένια, ανεξίτηλη γοητεία που σε τραβάει, σαν ένα ηλιοβασίλεμα που δεν τελειώνει. Οι Ληστές: Η ζωή και ο θάνατος των Γίαννη και Θύμιου Ντόβα, Μέρος α΄ είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα της ζωής και των κατορθωμάτων των αδερφών Ρέτζου, διάσημων λήσταρχων της Ηπείρου. Στην Ήπειρο στις αρχές του προηγούμενο αιώνα φαίνεται από νωρίς ότι το μόνο που φυτρώνει είναι ψηλά βουνά και ανθρώπινος πόνος.
“Η Ληστρική Φιλολογία”, Ληστές, σελ. 138.
Το Μέρος α΄ ξεκινάει στο τέλος της ιστορίας των Ντοβαίων, αφού έχουν συλληφθεί και πιθανώς να εκτελεστούν. Από τις πρώτες σελίδες φαίνεται η προαναφερόμενη γοητεία: ο Γιάννης και ο Θύμιος, οι θρυλικοί ληστές, καλούνται να ποζάρουν για μία φωτογραφία με τους αστυνόμους, προκειμένου να απαθανατιστεί η σύλληψη τους. Τι είναι όμως αυτό το χαρακτηριστικό, αυτό το απροσδιόριστο και άπιαστο je ne sais quoi που μαγνητίζει όλους προς τους Ληστές;
Για να μάθουμε, πρέπει να ακολουθήσουμε τη ζωή τους από την αρχή: τι τους οδήγησε στο να γίνουν ο τρόμος, αλλά και η αγάπη του «αστικού κράτους» -τόσο των νόμων, όσο και των ανθρώπων της Ηπείρου; Στην Ήπειρο στις αρχές του προηγούμενο αιώνα φαίνεται από νωρίς ότι το μόνο που φυτρώνει είναι ψηλά βουνά, πόνος και πάθη.
Με μία ζοφερή και σκοτεινή παλέτα μαύρων και γκρι η ιστορία των Ντοβαίων ξετυλίγεται. Θα ήθελα να σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει το λευκό χρώμα στο graphic novel, απλά γιατί δεν έχει θέση το λευκό σε μία τέτοια ιστορία. Θα ήταν πολύ ελπιδοφόρο. Τόσο ψηλά, αλλά και ταυτόχρονο τόσο βαθιά κάτω, το μόνο που ταιριάζει είναι να καταχνιάζει με όλο και πιο σκοτεινά χρώματα.
“Τώρα πια, είμαστε οι βασιλιάδες της Ηπείρου”, Γιάννης Ντόβας.
Το ταξίδι των Ντοβαίων πετυχαίνει πάρα πολλά, με χαρακτηριστική μαεστρία να δείξει στους αναγνώστες μέσα από ζωές τη διαφορά του εγκληματία και του παράνομου. Αν και σαν λέξεις είναι και οι δύο συνώνυμες του «ληστή», ας δούμε τη διαφορά. Οι Ντοβαίοι στο τέλος της ζωής τους και του Μέρους ά είναι εγκληματίες (criminals): κάνουν εγκλήματα, αλλά ζουν μέσα στο σύστημα του άστικου κράτους, θέλοντας να αφομοιωθούν πλήρως. Αυτός είναι και ο στόχος του οργανωμένου εγκλήματος εξάλλου: το παρά-σύστημα του εγκλήματος να γίνει ένα με το σύστημα της κάθε κοινωνίας.
“Ο Ληστής έγινε πατέρας μας και ο χωροφύλακας, εχθρός μας.”
Στην αρχή της ιστορίας τους όμως, οι Ντοβαίοι είναι παράνομοι (outlaws). Ζουν εκτός του συστήματος κάθε κοινωνικής δομής, με έναν δικό τους κώδικα και όρους. Ο Γούσης και ο Ράγκος μας δείχνουν το Γίαννη και το Θύμιο να περιφρονούν το οργανωμένο σύστημα, έτοιμοι να κερδίσουν ή να χάσουν τα πάντα. Κάθε μέρα και κάθε καρέ περνάει έτσι. Εκτός νόμων, δοκιμάζοντας τα όρια της ζωής των Ληστών και της φαντασίας των αναγνωστών.
Οι Ληστές, ένα βιβλίο της Polaris Εκδόσεις, είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο για τις μικρές μέρες του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου. Με τον νουαρ χαρακτήρα της πλοκής και του σκίτσου, τις επεξηγηματικές πληροφορίες στο παράρτημα του, οι Ληστές των Γούση και Ράγκου είναι ένα βιβλίο που θα μας κάνει να χαθούμε στις ζοφερές σελίδες του και στον καταχνιασμένες σιλουέτες των βουνών στον ορίζοντα.
Μπορείτε να βρείτε τους Ληστές στη σελίδα της Polaris Εκδόσεις – εδώ